- βράδυνση
- ηη ελάττωση της ταχύτητας: Η βράδυνση της κυκλοφορίας στο κέντρο της πόλης είναι εκνευριστική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βράδυνση — η [βραδύνω] μείωση ταχύτητας … Dictionary of Greek